«ΜΕΤΑΛΛΕΊΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΒΌΡΕΙΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΉ: ΌΧΙ ΣΤΟΥΣ ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΎΣ»

Άρθρο στο taxalia του
Νίκου Βαρσακέλη
Αν.Καθηγητή στο Οικονομικό του ΑΠΘ
Στην τελευταία έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στον κόσμο (UN, World Economic and Social Survey, 2006) αναλύονται οι επιπτώσεις του διεθνούς εμπορίου στην οικονομική ανάπτυξη όλων των χωρών, αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων. Μεταξύ άλλων συμπεραίνεται ότι επιταχύνεται η οικονομική ανάπτυξη των χωρών εκείνων που εξάγουν πρώτον, προϊόντα και υπηρεσίες που συναντούν αυξανόμενη ζήτηση στις διεθνείς αγορές και δεύτερον, προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, δηλαδή, ενσωματώνουν τεχνολογία και τεχνογνωσία. Αντίθετα, χώρες οι οποίες εξάγουν πρώτες ύλες, όπως μεταλλεύματα, αναπτύσσονται με χαμηλότερους ρυθμούς και αποκλίνουν από τις αναπτυγμένες οικονομίες.
Σε αρκετά ρεπορτάζ, που δημοσιεύθηκαν στον τύπο τα τελευταία χρόνια, διατυπώνονται οι απόψεις πολιτικών, τόσο της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και της κεντρικής πολιτικής, για τον θετικό ρόλο των μεταλλείων Κασσάνδρας που μπορούν να διαδραματίσουν στην ανάπτυξη της περιοχής του κόλπου της Ιερισσού. Αν και έχω γράψει ξανά τις απόψεις μου για το ζήτημα αυτό, κρίνω σκόπιμο να επανέλθω θέτοντας ορισμένους νέους προβληματισμούς λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση της έκθεσης του ΟΗΕ.
Καταρχήν υπάρχει μια διάχυτη σύγχυση ως προς την έννοια της οικονομικής ανάπτυξης. Πολλοί πολιτικοί, και όχι μόνο, θεωρούν ότι η διατήρηση μερικών θέσεων εργασίας, με οποιοδήποτε κόστος, αποτελεί αναπτυξιακή πολιτική. Όμως, η σύγχρονη έννοια της οικονομικής ανάπτυξης εμπεριέχει τη διάρκεια. Δηλαδή, η κοινωνία εκμεταλλευόμενη τους υπάρχοντες παραγωγικούς πόρους να δημιουργεί νέο πλούτο – κεφάλαιο-περιουσιακά στοιχεία – ενεργητικό, ο οποίος θα αποδίδει συνεχώς αυξανόμενα εισοδήματα στους πολίτες, σήμερα και στο μέλλον. Έτσι, στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια διαβάζουμε ό,τι οι παραγωγικοί πόροι, όπως το φυσικό περιβάλλον, οι άνθρωποι, οι γνωσιολογικοί πόροι κλπ, δεν θεωρούνται πλέον αναλώσιμοι, αλλά κεφάλαιο το οποίο πρέπει να αντικαθίσταται και να διευρύνεται. Ειδικότερα, το φυσικό περιβάλλον ως παραγωγικός πόρος –πλούτος, έχει τη δυνατότητα να παράγει εισοδήματα στο διηνεκές. Εάν όμως επιλεγούν παραγωγικές δραστηριότητες που το καταστρέφουν, δηλαδή εάν καταστραφεί ο πλούτος, τότε καταστρέφεται και η ικανότητα της κοινωνίας να δημιουργεί εισοδήματα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, έναν επιχειρηματία ο οποίος παράγει καταστρέφοντας τα μηχανήματα της επιχείρησης του, και δεν φροντίζει να τα συντηρεί και να τα αντικαθιστά. Μετά την πλήρη καταστροφή των μηχανημάτων δεν θα έχει τη δυνατότητα να παράγει και συνεπώς θα σταματήσει να αποκτά εισοδήματα.
Με βάση τον ορισμό της ανάπτυξης που δώσαμε παραπάνω, η ικανότητα μιας κοινωνίας να δημιουργεί υψηλά και συνεχώς αυξανόμενα εισοδήματα εξαρτάται από την ποιότητα και ποσότητα του πλούτου που διαθέτει και χρησιμοποιεί. Όσο υψηλότερης ποιότητας είναι ο πλούτος, τόσο υψηλότερα τα εισοδήματα. Η εξόρυξη του ορυκτού πλούτου χρησιμοποιεί μόνο τον πόρο-φυσικό περιβάλλον με μικρή χρήση των υπόλοιπων στοιχείων του ενεργητικού της κοινωνίας. Για παράδειγμα, το μετάλλευμα εξορύσσεται από τη γη με μηχανικά και ανθρώπινα μέσα, φορτώνεται στα μέσα μεταφοράς και στη συνέχεια η επεξεργασία του γίνεται σε άλλες περιοχές ή χώρες. Έτσι ή παραγωγική δραστηριότητα του μεταλλείου προσθέτει μικρή αξία σε αυτό που προσφέρει από μόνη της ή φύση. Αυτό σημαίνει ότι η εξόρυξη είναι παραγωγική διαδικασία χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Το εισόδημα όμως που δημιουργείται σε μια παραγωγική διαδικασία είναι εξ ορισμού ίσο με την προστιθέμενη αξία, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Συνεπώς η εξόρυξη δημιουργεί χαμηλά εισοδήματα. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Οι χώρες της Αφρικής που στηρίχθηκαν αποκλειστικά στην εκμετάλλευση του πλούσιου ορυκτού πλούτου, καταδικάστηκαν σε φτώχεια και χαμηλά εισοδήματα. Η Ουαλία στη Μ. Βρετανία, η Σιβηρία στην τ. ΕΣΣΔ και σήμερα στη Ρωσία, το Λαύριο και το Μαντούδι στη χώρα μας, αλλά και εκατοντάδες περιπτώσεις από όλο τον υπανάπτυκτο και ανεπτυγμένο κόσμο, αποδεικνύουν χωρίς καμία αμφισβήτηση τη θέση αυτή, όπως φαίνεται και από την έκθεση του ΟΗΕ Συνεπώς, η στήριξη της περιοχής του κόλπου της Ιερισσού αποκλειστικά στα μεταλλεία καταδικάζει την περιοχή σε χαμηλά εισοδήματα.
Με όλα τα παραπάνω δεν υποστηρίζω βέβαια ότι δεν πρέπει να εξορύσσεται ο ορυκτός πλούτος που αποτελεί και κινητήριο δύναμη της βιομηχανίας. Αυτό το οποίο υποστηρίζω είναι ότι μια περιοχή δεν πρέπει να έχει μονοκαλλιέργεια Δηλαδή να αντλεί εισοδήματα από μια μόνο παραγωγική δραστηριότητα.
Η περίπτωση όμως του χρυσού και των μεταλλείων Κασσάνδρας είναι διαφορετική. Από μελέτες, αλλά και από όσα έχουμε διαβάσει στον τύπο, τα μεταλλεία χρυσού καταστρέφουν χωρίς καμία αμφιβολία το περιβάλλον και συνεπώς υποθηκεύουν το μέλλον της περιοχής, καθώς δημιουργούν έντονες αρνητικές εξωτερικότητες. Αυτές οι αρνητικές εξωτερικότητες εμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων και οδηγούν σε μονοκαλλιέργεια. Από την άλλη μεριά, με την ολοκλήρωση της παραγωγής μετά από δυο, πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια αυτό που θα έχει μείνει είναι το κατεστραμμένο περιβάλλον, το οποίο δεν θα είναι πλέον πλούτος, αλλά παθητικό. Δηλαδή όχι μόνο δεν θα παράγει εισόδημα, αλλά θα καταστρέφει και αυτό που υπάρχει. Αποτέλεσμα και οι λίγοι άνθρωποι που σήμερα εργάζονται εκεί θα αναγκαστούν να φύγουν. Πλήρης ερήμωση.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα θέλω να σημειώσω ότι η οικονομική πολιτική σήμερα δεν πρέπει να στηρίζεται σε δόγματα-ακαμψίες. Ο σχεδιασμός αφορά το μέλλον και όχι το παρελθόν. Το ότι επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια υπήρχαν στην περιοχή μεταλλεία δεν σημαίνει ότι το μέλλον της περιοχής θα πρέπει να στηριχθεί στην ίδια παραγωγή, καταδικάζοντας τους ανθρώπους σε υπανάπτυξη. Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη οικονομία οι πολιτικοί θα πρέπει να έχουν ανοικτό μυαλό, γνώση, να βλέπουν μπροστά και να ηγούνται. Στην περίπτωση της περιοχής του κόλπου της Ιερισσού υπάρχουν πολλές λύσεις φιλικές προς το περιβάλλον, και στηριζόμενες σε αυτό, και οι οποίες είναι ικανές να εξασφαλίσουν ικανοποιητικά εισοδήματα για όλους τους κατοίκους και σημαντικά μόνιμα κέρδη για τις επιχειρήσεις. Ας ξεφύγουμε από το μίζερο μικρόκοσμο της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας και ας δούμε λίγο πιο μακριά. Είμαι σίγουρος ότι το αποτέλεσμα θα είναι ασύγκριτα καλύτερο από αυτό που υπάρχει σήμερα.
*Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ
Συνεργάτης – ερευνητής ΕΟΑΠ (web.auth.gr/leap, barsak@econ.auth.gr)