Από protagon.gr
Σε πρωτόγνωρες περιπέτειες μπαίνει η δημοκρατία στην Ευρώπη. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας η Ε.Ε. απέκτησε το δικαίωμα να συνάπτει συμφωνίες προστασίας επενδύσεων. Το ασκεί για πρώτη φορά στα πλαίσια της εμπορικής συμφωνίας με τον Καναδά. Εκεί, εισάγει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε ιδιώτη επενδυτή που ενοχλείται από κάποιο νέο νόμο για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας κ.τλ. να ζητεί την κατάργησή του. Η προσφυγή γίνεται όχι σε εθνικά ή ευρωπαϊκά δικαστήρια, ούτε καν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αλλά σε μια εξωθεσμική ειδική επιτροπή δικηγόρων. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε κρίσιμες νομοθεσίες η απόφαση είναι υπέρ των εταιρειών. Με τον τρόπο αυτό οι εταιρείες αναλαμβάνουν τον ρόλο του νομοθέτη. Είναι ένας έξυπνος τρόπος για να παρακάμψουν τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία και το κράτος δικαίου.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας στη νομοθεσία είναι εμφανείς στην υπόθεση της χημικής βιομηχανίας Ethyl εναντίον του Καναδά, που εκδικάστηκε με βάση αντίστοιχη διάταξη που υπήρχε στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής (ΝΑFTA). Ένα πρόσθετο βενζίνης, το ΜΜΤ, που παρήγαγε η εταιρεία, είχε απαγορευθεί στον Καναδά για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Η Ethyl, που κατασκεύαζε το ΜΜΤ, μήνυσε τον Καναδά στην ειδική επιτροπή, όπως προέβλεπε η NAFTA. Ο Καναδάς κατέληξε σε συμβιβασμό και πλήρωσε περίπου 16 εκατομμύρια δολάρια για ζημιά που υπέστη η υπόληψη της εταιρείας, ενώ υποχρεώθηκε να ανακοινώσει ότι το ΜΜΤ δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον και αναγκάστηκε να άρει την απαγόρευση.
Άλλη πρόσφατη υπόθεση αφορά τη Γερμανία, που είναι από τις χώρες που πιέζουν για την απόφαση. Η σουηδική εταιρεία Vattenfall μήνυσε τη Γερμανία το 2009 σχετικά με τους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Αμβούργο ζητώντας αποζημίωση ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Η διένεξη τερματίστηκε με υποχώρηση της Γερμανίας. Επιπλέον, η ίδια εταιρεία μήνυσε τη Γερμανία ξανά το 2012, αυτή τη φορά για την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να κλείσει τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Η Vattenfall αυτή τη φορά έχει ζητήσει αποζημίωση πάνω 700 εκ. ευρώ για το κλείσιμο δύο πυρηνικών της μονάδων στη Γερμανία. Η απόφαση εκκρεμεί.
Εκκρεμεί ακόμη η κατάληξη της διαμάχης μεταξύ της καπνοβιομηχανίας Philip Morris και της Αυστραλίας. Η πολυεθνική του καπνού μήνυσε την Αυστραλία βασισμένη σε μια παρόμοια συμφωνία προστασίας επενδύσεων, που είχε περιληφθεί στη διμερή επενδυτική συνθήκη της Αυστραλίας με το Hong Kong το 1993. Ο αντικαπνιστικός νόμος, που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο της Αυστραλίας το 2011, έθεσε περιορισμούς στη χρήση των λογοτύπων των καπνοβιομηχανιών πάνω στις συσκευασίες των τσιγάρων και μεγάλωσε τον χώρο των προειδοποιητικών ενδείξεων για τους κινδύνους στην υγεία. Η Philip Morris, που δεν είχε παρά ένα γραφείο στην Αυστραλία, υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο θα μείωνε την αξία των επενδύσεών της στα εμπορικά σήματα και άλλα πνευματικά δικαιώματα.
Στο πλαίσιο της εμπορικής συμφωνίας Ε.Ε.-Καναδά, αυτό σημαίνει πως οι καναδικές εταιρείες αλλά και κάθε εταιρεία που αποφασίσει να ανοίξει μια θυγατρική στον Καναδα θα είναι σε θέση να ακυρώσουν την ευρωπαϊκή, εθνική ή περιφερειακή νομοθεσία μας και να παρακάμψουν οποιοδήποτε νομικό περιορισμό που θα θεσπιστεί για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος μέσα από τη βελτίωση των εργασιακών και περιβαλλοντικών κανόνων, προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους. Η συμφωνία βέβαια με τον Καναδά θα αποτελέσει το πρότυπο που θα ακολουθήσουν όλες οι επερχόμενες εμπορικές συμφωνίες της Ε.Ε. με ΗΠΑ, Ινδία, Σιγκαπούρη κ.ά.
Όσον αφορά τις νομικές δαπάνες υπεράσπισης μιας τέτοιας διένεξης, υπάρχουν παραδείγματα κρατών μελών της Ε.Ε. που έπρεπε να πληρώσουν 10 έως 15 εκατομμύρια δολάρια ανά υπόθεση για την υπεράσπισή τους. Επιπλέον, οι ειδικές αυτές επιτροπές αποτελούνται από δικηγόρους (διαιτητές) που λειτουργούν χωρίς τις εγγυήσεις του ευρωπαϊκού δικαστικού συστήματος (αρχή της αμεροληψίας), ενώ κατά κανόνα δεν υπάρχει δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά των αποφάσεών τους. Οι διαιτητές μπορούν να έχουν πολλαπλούς ρόλους, γεγονός που οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων. Μπορούν να συμμετέχουν ως διαιτητές σε μια υπόθεση, ενώ σε άλλη να εργάζονται ως δικηγόροι υπέρ των επενδυτών.
Η συμφωνία επιτρέπει στους επενδυτές να προσβάλλουν όχι μόνο αποφάσεις της διοίκησης, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις επενδύσεις τους, αλλά κάθε νόμο για κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά θέματα. Αυτό σημαίνει ακραίο κόστος για τα κράτη μέλη σε μια περίοδο δημοσιονομικής στενότητας. Υπονομεύει την ίδια την κυριαρχία των κρατών να νομοθετούν για λόγους δημοσίου συμφέροντος και διαβρώνει τη δυνατότητα των ευρωπαϊκών οργάνων, κυβερνήσεων και κοινοβουλίων να θεσπίζουν κανόνες. Τα κράτη που μηνύονται, υποχρεώνονται να καταβάλουν υπέρογκα δικαστικά έξοδα για την υπεράσπισή τους και επιπλέον να καταργήσουν τους ενοχλητικούς νόμους και να αποζημιώσουν τους επενδυτές καταβάλλοντας τεράστια ποσά από τα χρήματα των φορολογουμένων.
Η εμπορική συμφωνία με τον Καναδά θα ολοκληρωθεί πολύ σύντομα. Αν εγκριθεί από τις κυβερνήσεις θα έρθει προς ψήφιση στο ευρωπαϊκό και στα εθνικά κοινοβούλια.. Αλλά δεν υπάρχει πίεση από τους συμπολίτες μας και είναι δύσκολο να αποδώσουν οι προσπάθειες να αποκρούσουμε την συμφωνία αυτή. Δεν υπάρχει ούτε μια οργάνωση πολιτών που να ασχολείται με το ζήτημα αυτό, δεν έχουμε λάβει ούτε ένα γράμμα που να ζητάει από τους ευρωβουλευτές να αντιδράσουν. Αν δεν διαδοθεί η είδηση, οι κυβερνήσεις θα εγκρίνουν τη συμφωνία και η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών θα την υπερψηφίσει. Και με δημοκρατικό τρόπο θα αποφασίσουμε την παραχώρηση νομοθετικών εξουσιών στις εταιρείες.
* Ο Κρίτων Αρσένης είναι ευρωβουλευτής (ΠΑΣΟΚ).